πρωτόθρονος — filling the first seat masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόθρονος — η, ο / πρωτόθρονος, ον, ΝΜΑ αυτός που κατέχει τον πρώτο θρόνο, που κάθεται στην πρώτη έδρα νεοελλ. 1. μτφ. κορυφαίος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόθρονος ο επισκοπικός θρόνος που προηγείται στην τάξη από όλους τους υπόλοιπους νεοελλ. μσν. ο κάτοχος… … Dictionary of Greek
πρωτόθρονον — πρωτόθρονος filling the first seat masc/fem acc sg πρωτόθρονος filling the first seat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοθρόνοις — πρωτόθρονος filling the first seat masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοθρόνου — πρωτόθρονος filling the first seat masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοθρόνων — πρωτόθρονος filling the first seat masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοθρόνῳ — πρωτόθρονος filling the first seat masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόθρονε — πρωτόθρονος filling the first seat masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόθρονοι — πρωτόθρονος filling the first seat masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek